Ιστορικά στοιχεία της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Αίγινας

διότι δεν συνεστάλην να αναγγείλω προς εσάς πάσαν την βουλήν του Θεού. Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος. Πράξεις 20:27-28

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΙΓΙΝΑΣ 1918-1991

Τα ιστορικά στοιχεία για την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Αίγινας, πάρθηκαν από κείμενα των τριών αδερφών μας: αιδ. Κώστα Κουνάδη, Τάσου Πιτσιλού και Μ. Καμπανάου. Τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση της Ελληνικής Ευαγγελικής εκκλησίας «Αστήρ της Ανατολής», σε δύο συνέχειες, δλδ στα τεύχη Ιουλίου-Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2013. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα όλους τους αδερφούς που συμμετείχαν στην συλλογή στοιχείων και φωτογραφιών. Η ιστορία θα παρατίθεται με εναλλαγή αποσπασμάτων από τα κείμενα των τριών αδερφών μας.

 

    Με αίσθημα ευθύνης και αληθείας ξεκίνησα, να βρω τα θετικά στοιχεία, που θα με βοηθούσαν να αναλάβω την εξιστόρηση λειτουργίας της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αίγινας. Αν και οι πηγές παροχής πληροφοριών ήσαν ανεπαρκείς, λόγω του ότι αρκετοί  αδελφοί, οι οποίοι θα έδιδαν περισσότερες πληροφορίες εάν ζούσαν, έχουν αποβιώσει, κατόρθωσα εν τούτοις να συγκεντρώσω ικανά στοιχεία.

    Χρησιμοποίησα  επίσης και την μνήμην μου, διότι γεννήθηκα στην Αίγινα και τα παιδικά μου χρόνια μέχρι να τελειώσω το Δημοτικό Σχολείο, τα πέρασα γαλουχούμενος πνευματικά, εκτός από τους γονείς μου, και από την κατ’ οίκον μικρή Εκκλησία των παλαιών αδελφών.

    Επίσης, από το 1965 η σύζυγός μου Φωτούλα και εγώ, μεταφέραμε την εγγραφή μας σαν τακτικά μέλη της Εκκλησίας Αίγινας και κατά τα καλοκαίρια που παραθερίζαμε στην Αίγινα, εκκλησιαζόμασταν εκεί τακτικά, λοιπόν, με την προσπάθειά μου αυτή, να δώσω αρκετές πληροφορίες στο ευρύ κοινό, περιγράφοντας με συντομία το ξεκίνημα και την λειτουργία της Εκκλησίας μας, η ευχαριστία για το οποίο ανήκει κυρίως στον Θεό!

Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αίγινας, 1957

    Μετά από τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο πρωτεργάτης αδελφός που εργάστηκε για την σύσταση της Εκκλησίας, ήταν ο Γεώργιος Καμπανάος που γεννήθηκε το 1895. Από την εφηβική του ηλικία μετέβη στην Αθήνα για να εργαστεί σαν μαθητευόμενος ξυλουργός, στο ξυλουργείο των δύο συνεταίρων αδελφών εν Χριστώ, Γιάννη Δημόπουλου και Ιωάννη Σώρου, αμφότεροι πιστοί αναγεννημένοι αδελφοί της Α΄ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών, Αιγινήτες την καταγωγή, αλλά εγκατεστημένοι οικογενειακά στην Αθήνα λόγω της εργασίας τους. Κατά περιόδους, τους επισκεπτόταν και ο αείμνηστος Κώστας Μεταλληνός, της Ελευθέρας  Ευαγγελικής Εκκλησίας, και συζητούσαν πνευματικά θέματα με μελέτη του Ευαγγελίου και προσευχή. Ο αδελφός Γιώργος Καμπανάος άκουγε τις ωφέλιμες πνευματικές συζητήσεις τους και τις εξηγήσεις τους μέσα από την Αγία Γραφή στις διάφορες απορίες του, ενώ εκείνοι τον προέτρεπαν να μελετά τακτικά την Καινή Διαθήκη που του δώρισαν και να προσεύχεται.

    Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα  διδαχής του και αφού είχε προχωρήσει περισσότερο στην γνώση του Θεού, τον κάλεσαν στην Εκκλησία τους, για να παρακολουθήσει, εάν ήθελε, μερικά κηρύγματα. Μόλις πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στην Α΄ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών, του άρεσε πολύ και συνέχισε από τότε να πηγαίνει τακτικά κάθε βδομάδα. Ο Θεός καλλιέργησε στην καρδιά του τον σπαρμένο  Λόγο του ώστε να καρποφορήσει, και παρά το γεγονός ότι ο διάβολος του επιτέθηκε αρκετές φορές με σκοπό να τον εμποδίσει στην πνευματική του πρόοδο, χωρίς όμως να το καταφέρει, αναγεννήθηκε, πίστεψε και έδωσε την ομολογία του σε ηλικία 18 ετών.

    Από τότε δεν έπαψε να τηρεί τα χριστιανικά καθήκοντά του με ζήλο και να διακηρύττει σε άλλους ανθρώπους την σωτηρία του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αίγινα και άνοιξε με την χάρη του Θεού δικό του επιπλοποιείο, απέκτησε δικό του σπίτι και δημιούργησε οικογένεια με οκτώ παιδιά. Συνέχισε το ευαγγελιστικό έργο στην Αίγινα, μεταδίδοντας τα καλά νέα της σωτηρίας του Κυρίου Ιησού Χριστού σε άλλους συγγενείς του και συμπατριώτες του.

Τάσος Πιτσιλός

 

    Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εμπειρία ζωής του Μανώλη Καμπανάου όπως εκείνος την αφηγήθηκε λίγο πριν φύγει από την ζωή. Διατηρήθηκε η αφήγησή του ατόφια με ελάχιστες παρεμβάσεις στο κείμενο. Ένας από τους αδελφούς του, ο Εμμανουήλ Καμπανάος ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του στην «Λωίδα» αφηγείται στην Θάλεια Ζ. Παπακωνσταντίνου:

 

«Ο πατέρας μου είχε 7 παιδιά. Τον Γιώργο, τον μεγάλο, τον έστειλε στην Αθήνα στον Δημόπουλο – αυτός ήταν από την Αίγινα – που είχε μαγαζί, επιπλοποιείο, να μάθει την τέχνη του επιπλοποιού. Έμενε τότε στα Πετράλωνα όπως και ο Σώρος. Μαζί τους ήταν και ο κ. Μεταλληνός. Είχαν ομιλίες και μελέτες μεταξύ τους. Συναντά τον Γιώργο ο κ. Μεταλληνός και του δίνει μια Καινή Διαθήκη. Εκείνος όμως δεν την άνοιξε. Ήτανε πολύ του γλεντιού.

    Μια μέρα, ο Δημόπουλος και ο Σώρος πού πήγαιναν στην Α΄ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία είπαν: Δεν παίρνουμε τον Γιώργο ν’ ακούσει κανένα κήρυγμα; Έτσι κι έκαναν. Εκεί μιλούσε τότε ο Καλοποθάκης. Μόλις μπήκανε στην Εκκλησία το πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση ήταν ένα  κουτί που έγραφε: «υπέρ των πτωχών». Στο εργαστήριο (επιπλοποιείο) μιλούσαν περί Θεού. Από τότε ο αδερφός μου άρχισε κι αυτός να διαβάζει την Καινή Διαθήκη. Ρώταγε – είχε απορίες, απορίες πολλές, και ο Θεός τον επισκέφθηκε.

   Αργότερα –βρισκόμαστε γύρω από το 1918 – 20 στο ναυτικό που υπηρέτησε ο Γιώργος, γνωρίστηκε με τον Γκίκα από το Κορωπί. Το πολεμικό μας πλοίο «Αβέρωφ», στο οποίο υπηρέτησε νοσοκόμος – ήτανε και ο Μουτσόπουλος κελευστής- ταξίδεψε στη Σμύρνη. Εκεί συνάντησε τον Μόσχου που μιλούσε σε μια αίθουσα, στη Σμύρνη. Πήγαιναν να τον ακούσουν όλοι μαζί. Την εποχή εκείνη αποκάλυψε ο Θεός στον Μόσχου ότι η Σμύρνη θα καταστραφεί. Όσοι λοιπόν το άκουσαν από το ποίμνιό του, και το πίστεψαν, σηκώθηκαν και έφυγαν μαζί με τον Μόσχου στην Αθήνα.

    Όταν απολύθηκε ο Γιώργος Καμπανάου πήγε στην Αίγινα και άνοιξε μαγαζί. Το Πνεύμα του Θεού είχε ήδη ενεργήσει θαυμαστά μέσα του. Παντρεύτηκε… άρχισε λοιπόν να κάνει συγκεντρώσεις στο σπίτι του. Μαζευόντουσαν 2-3, κι αυτός που τα θυμάται όλα αυτά.

    Εκείνη την εποχή παρουσιάστηκε ο Αρχιμανδρίτης Φωστήνης, ο οποίος ήθελε να μας εξοντώσει. Τότε ακριβώς – γύρω στο 1926, επειδή έβλεπα ότι ο κόσμος ήταν τόσο εναντίον των αδερφών μου και γενικά της οικογένειάς μας, άρχισα κατά κάποιο τρόπο να τους υπερασπίζομαι.

    Εκείνη την εποχή παρουσιάστηκε στην Αίγινα ο κ. Τσαμούρης, ο οποίος πήγαινε τακτικά στην Αίγινα τις Κυριακές. Ο κ. Τσαμούρης ήταν φίλος του Διονυσίου Σερετάκου, πατέρα της Θάλειας Παπακωνσταντίνου. (Ήμουν ναύτης το 1923 όταν με πήρε ο Τσαμούρης στον κύκλο του Διον. Σερετάκου). Ο κ. Τσαμούρης κάθε Σάββατο μίλαγε στο σπίτι της οικογένειας Διονυσίου και Φανής Σερετάκου που έμεναν στα Πευκάκια Αγ. Νικολάου, στην οδό Ιπποκράτους. Εκεί συγκεντρωνόντουσαν καμιά δεκαριά αδελφοί, όπως οι αδελφές Ασκητοπούλου, η Ντόρα Καρτερούλη, η αδερφή της (αργότερα Ευελπίδου), η Κατσουλάκου, ο Π. Παναγιωτάκος, ο Γεώρ. Γοδέβενος, ο Μαυρομάτης και άλλοι. Ήταν ένας ευλογημένος κύκλος.

Οικογένειες Καμπανάου, Πιτσιλού, Δέρα. 1938

    Μου λέει ο Τσαμούρης κι εμένα: «Μανώλη, δεν έρχεσαι να σε πάω σ’ ένα κύκλο που μιλάνε τα Σάββατα;» Ήμουν πια έτοιμος. Πήγα κανα-δυο Σάββατα. Σ’ ένα από αυτά ο μικρότερος γιος του Διον. Σερετάκου, Ηλίας, απήγγειλε ένα ποίημα «Ο τυφλός προ του Σταυρού». Ήταν τότε που συγκινήθηκα με το ποίημα αυτό και ο Θεός μου άγγιξε την καρδιά για πρώτη φορά. Αυτό το ποίημα μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ξέχασα να πω, πως νωρίτερα, το 1923, κάπου γνώρισα τον Λορεντζάτο ο οποίος έκανε συγκεντρώσεις στο σπίτι της γυναίκας του Χατζηιωάννου. Ήταν τότε που γνώρισα τον Τσαμούρη και μου έδωσε μια Καινή Διαθήκη. Εκεί έψαλλαν «ο Θεός ας είναι μεθ’ ημών». Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η χαρά που είχαν οι αδελφοί. Θυμάμαι και μετά το 1923 με πήρε (όπως ανέφερα πιο πάνω) ο Τσαμούρης στο σπίτι του Σερετάκου.

    Πάω στην Αίγινα αφού τέλειωσα από το Ναυτικό. Παντρεύτηκα και ενώθηκα κι εγώ μαζί με τ’ αδέλφια μου. Αλλά ο κόσμος βούιζε. Μας μούντζωναν όταν μας έβλεπαν και μας απειλούσαν ότι θα μας κρεμάσουν. Εγώ όμως μίλαγα για να μεταδώσω τη χάρη του Θεού και άρχισα να στερεώνομαι στην πίστη. Είχα βέβαια πολλές απορίες. Άρχισαν, τότε ακριβώς, να έρχονται στην Αίγινα πολλοί αδελφοί όπως ο Γ. Μπούκης, ο Στ. Πιτσιλός, ο Κάππος κ.ά. Τότε μας κατήγγειλαν για προσηλυτισμό. Στην δίκη που έγινε είχαν καλέσει και τον παπά της ενορίας. Τον ρώτησε ο δικαστής: «Τι ξέρεις εσύ γι’ αυτούς τους ανθρώπους;» «Ξέρω ότι πάνε από την Εκκλησία στο σπίτι…κ.λ.π.».

    Όταν παντρεύτηκα, ο γάμος έγινε κατά τον ευαγγελικό τύπο στην Εκκλησία της Τερψιθέας στον Πειραιά. Μας πάντρεψε ο Ξ. Μόσχου. Ξέσπασε τώρα ένα μεγάλο και άγιο μίσος. Μας έριξαν τις ταμπέλες των μαγαζιών μας στη θάλασσα. Ο Διοικητής της αστυνομίας καλεί τον Γιώργο Καμπανάου και του λέει: «Σταματήστε να μιλάτε». «Εμείς θα μιλάμε όπως μας θέλει ο Κύριος». Με σημαίες τότε, μαζεύτηκαν οι καλόγριες και πολλοί άλλοι να μας διώξουν από την Αίγινα. Επενέβη και τους διέλυσε η χωροφυλακή.

   

    Όχι λόγω των γεγονότων αλλά από άλλες αιτίες, σχεδόν όλοι από την Αίγινα, το 1938 – 1939 έφυγαν για την Αθήνα και τον Πειραιά. Έτσι είχα μείνει μόνος στην Αίγινα. Κάθε Παρασκευή όμως πήγαινα στον Πειραιά. Σιγά-σιγά ήρθε η αδιαφορία και ο πνευματικός θάνατος κι άρχισα πάλι να μπερδεύομαι στον κόσμο. Αλλά ο Θεός ήταν κοντά μου. Ο διάβολος ήθελε να με εξοντώσει. Πέθανε η γυναίκα μου, η μάνα μου, η πεθερά μου, και ο πατέρας μου. Διαλύθηκε όλη μου η οικογένεια. Μόνος με την κόρη μου έμεινα. Κι είχα μεγάλη φτώχεια.

    Αρρώστησα πολύ βαριά. Έκανα εγχείριση στο Νοσοκομείο του Πειραιά. Φεύγω – επιστρέφω στην Αίγινα συνεχίζοντας εκεί ενέσεις. Απογοητευμένος πρόσπεσα στον Θεό να με βοηθήσει. Ο Θεός στέλνει στην Αίγινα έναν φίλο του Τσαμούρη, τον Πανταζόπουλο. Γνώριζε ο Πανταζόπουλος τότε έναν Καλαμάκη που του μίλησε περί Θεού. Μου λέει μια μέρα: «Δεν έρχεσαι κι εσύ κι ο Καλαμάκης να διαβάσουμε;». «Εγώ τίποτα ευαγγελικό δεν το θέλω» του λέει ο Καλαμάκης γιατί τότε πήγαινε στις ταβέρνες.

    Αισθανόμουν μόνος και ήθελα κάποιον να βρω. Τότε ήρθε στην Αίγινα κάποιος αδελφός από μια άλλη Εκκλησία και του λέω: «Δυο σημαίες δεν χωράνε, δεν χωράνε εδώ». Ήμουν μόνος, ήθελα με κάποιον να συναντηθώ να μιλήσουμε. Βρίσκω τον Καλαμάκη – που ήταν επίτροπος στην Εκκλησία και του το είπα. Εγώ είχα τύψεις και ήθελα να μοιράσω Καινές Διαθήκες.

    Αρχίσαμε να συναντιόμαστε στο σπίτι μου μαζί με την κόρη μου. Ο παπάς της ενορίας κατήγγειλε τον Καλαμάκη και τον διώχνουν από επίτροπο. Τότε ήρθε και ο Κουνάδης και ο γαμπρός μου και δυο γνωστοί του Καλαμάκη. Μαζευόμασταν έτσι καμιά δεκαριά. Αρχίσαμε τις Κυριακές και πηγαίναμε στου Καλαμάκη. Μόλις μας πήραν είδηση μας πετροβόλησαν άγρια. Η γυναίκα του Καλαμάκη συναντήθηκε με τον Αρχιμανδρίτη, ο οποίος την έβριζε και κακολογούσε τον άνδρα της και εμένα. Φεύγει και έρχεται στο σπίτι μου. Ήταν τότε που ο Θεός της έδωσε να καταλάβει πόσο την αγαπούσε. Γυρίζει τότε εκείνη στον Αρχιμανδρίτη και του απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό που με ελευθέρωσε από τους τύπους». Έτσι προσετέθη και αυτή στους άλλους. Κάθε Κυριακή στο σπίτι μου μαζευόμαστε και λατρεύουμε τον Θεό. Μάλιστα, μια μέρα μαζεύτηκαν και πενήντα άτομα.

    Ο διάβολος είχε λυσσάξει να μας αφανίσει. Πολλοί έρχονταν από Αθήνα και Πειραιά να μας ενισχύσουν. Προσπάθησα να πάρω άδεια για να μη μας τραβάνε στα δικαστήρια. Όταν βρήκαμε την άδεια, την είχε βγάλει ο Μόσχου στο όνομα του Γεωργ. Καμπανάου. Τότε τους είχαν πάει στο δικαστήριο και ο Χατζηαντωνίου την μετέφερε στο όνομά μου. Η νέα άδεια όμως άργησε να έρθει και μια Κυριακή έρχονται δυο χωροφύλακες να με πάρουν μέσα. Τους λέω «θα περιμένετε να τελειώσει το κήρυγμα και μετά θα έρθω». Έτσι κι έγινε. Με πάνε στη χωροφυλακή και εκεί ήταν ο Ηλίας ο οποίος είχε βρει στο συρτάρι μου την άδεια που είχε ήδη έρθει. Αλλά την είχα βάλει στο συρτάρι μου χωρίς να ξέρω ότι είναι η άδεια. Έτσι με έστειλαν πίσω σπίτι μου».

Μ. Καμπανάος

 

    Αργότερα, ο Θεός πρόσθεσε τον Στέλιο Πιτσιλό με την σύζυγό του Αγάπη, τον γαμπρό του Βαγγέλη Κουνάδη ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του την Μαρία. Σ’ αυτούς προστέθηκαν το ζεύγος Μιλτιάδη και Άννας Μεταξά και το ζεύγος Γεωργίου και Ελένης Καλαμάκη. Το 1925 ο συνολικός αριθμός των κοινωνών μελών ανέβηκε στα 10 μέλη. Οι αδελφοί έκαναν την Κυριακάτικη λατρεία τους στα σπίτια τους εκ περιτροπής. Κατά κανόνα κήρυττε ο ποιμένας Σταύρος Δεληγιαννίδης και τελούσε το Δείπνο του Κυρίου, καθώς επίσης και άλλοι ποιμένες από άλλες εκκλησίες. Λειτουργούσε και Κυριακό Σχολείο που αποτελείτο από 13 παιδιά των αδελφών.

  Οι αδελφοί έδωσαν καλή μαρτυρία στην οικογένειά τους, στην εργασία τους και στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Μια καλή μαρτυρία που έδιναν στην εργασία τους ήταν το γεγονός πως έκλειναν τα μαγαζιά τους τις Κυριακές για να λατρεύουν τον Θεό όλοι μαζί και να κάνουν ευαγγελιστικές επισκέψεις σε σπίτια γνωστών. Ενώ ο νόμος τους επέτρεπε να ανοίγουν τα καταστήματά τους τις Κυριακές, οπότε τα κέρδη ήταν περισσότερα από τα κέρδη ολόκληρης της εβδομάδας, επειδή οι χωρικοί και οι αγρότες κατέβαιναν την Κυριακή στην πόλη για να κάνουν τα ψώνια τους.

    Δεν έπαυαν επίσης οι διωγμοί με εμπαιγμούς, ύβρεις, φασκελώματα από μερικούς φανατικούς και επηρεασμένους από τους παπάδες. Την ταμπέλα του καταστήματος του αδ. Γεωργίου Καμπανάου την ξεκρέμασαν και την πέταξαν στην θάλασσα του λιμανιού. Κάποτε, καθώς βάδιζαν στον δρόμο έξω από την πόλη, τους πετροβολούσαν με κακές διαθέσεις μάλιστα, ζητώντας να τους δείρουν.

    Ο αδ. Γεώργιος Καμπανάος επέστρεφε κάποια νύκτα στο σπίτι του από την συμπροσευχή που έγινε σε ένα άλλο αδελφικό σπίτι. Στο μέσο της διαδρομής δύο άτομα φύλαγαν καρτέρι κρυμμένοι πίσω από έναν βράχο και ήταν έτοιμοι μόλις τους πλησιάσει να τον δείρουν άσχημα. Την στιγμή που πλησίαζε ο αδελφός στους δύο κρυμμένους, εκείνοι άκουσαν πολλές ομιλίες και νόμισαν πως είχε κι άλλους παρέα. Εξαιτίας αυτής της θαυματουργικής παρέμβασης του Θεού οι άνθρωποι εκείνοι απομακρύνθηκαν και φύγανε χωρίς να πάθει τίποτα ο αδελφός Γιώργος Καμπανάος.

    Είχαν βγάλει και παρατσούκλι στους αδελφούς: τους αποκαλούσαν «μασόνους». Ένας ορθόδοξος ιερωμένος, τους έβριζε και στους ενορίτες του έλεγε να αποφεύγουν τους Ευαγγελικούς «μασόνους». Τους χρησιμοποιούσε όμως και σαν καλό παράδειγμα χριστιανών που δεν εργάζονται την Κυριακή και ψέλνουν και προσεύχονται στα σπίτια τους. Υπάρχουν και άλλες δυσκολίες και προβλήματα διωγμών που αντιμετώπισαν οι αδελφοί μας και είναι άγνωστα σε μας ακόμα.

Αίγινα 1950

        Με την πάροδο του χρόνου προστέθηκε κατόπιν και ο αδ. Μανώλης Καμπανάος με την γυναίκα του. Τότε δεν υπήρχαν πολλά και τακτικά μεταφορικά μέσα για να επισκέπτονται και να εκκλησιάζονται οι αδελφοί τα σπίτια αδελφών που ζούσαν σε χωριά. Τα πόδια τους ήταν το ευκολότερο μεταφορικό μέσο γι’ αυτούς, είτε κανένα γαϊδουράκι, όσοι το διέθεταν. Εκτός από την λατρεία της Κυριακής είχαν και την μεσεβδομαδιαία συμμελέτη και συμπρο-σευχή τους, πράγμα που ισχύει μέχρι σήμερα τακτικότατα τις Τετάρτες. Όταν τύχαινε να εμποδίζονται ποιμένες ή πρεσβύτεροι να πηγαίνουν στην Αίγινα για να τελέσουν τα της λατρείας, αναλάμβαναν το έργο αυτό οι ντόπιοι αδελφοί. Οι αδελφοί συμμερίζονταν την λατρεία τους και με άλλους συγγενείς και γνωστούς τους, που τους προσκαλούσαν στις συγκεντρώσεις τους, να έρθουν όσοι ήθελαν.

    Αργότερα προστέθηκε σαν κοινωνό μέλος και η αδελφή του αδ. Γιώργου Καμπανάου η Φιωρή, και ο Βασίλης Γιαννούλης.

    Ένα άλλο περιστατικό διωγμού των αδελφών ήταν όταν ήταν συγκεντρωμένοι για λατρεία κάποια Κυριακή και έκαναν επιδρομή κάποιοι χωροφύλακες. Σταμάτησαν την λατρεία, συνέλαβαν τους άντρες και τους μετέφεραν στον Πειραιά. Τους έκλεισαν στο κρατητήριο της χωροφυλακής και την άλλη μέρα τους ανέκριναν στο δικαστήριο. Τους καταδίκασαν σε μερικές μέρες φυλακής, εκείνοι εξαγόρασαν την ποινή τους και οι αρχές τους συνέστησαν να μη συνεχίζουν να συγκεντρώνονται σε σπίτια χωρίς την άδεια της αστυνομίας. Εκείνοι όμως, με περισσότερο θάρρος και χαρά συνέχισαν να λατρεύουν τον Κύριο, όπως και πρώτα, και να εργάζονται ευαγγελιζόμενοι ψυχές στο νησί.

    Μετά μεσολάβησε ο πόλεμος του 1940-43 και δύο αδελφικές οικογένειες του Γεωργίου Καμπανάου και του Μιλτιάδη Μεταξά μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Οι συναθροίσεις γινόντουσαν τότε στο σπίτι του αδελφού Μανώλη Καμπανάου, ο οποίος επωμίζετο το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης, μαζί με την δεύτερη σύζυγό του Μαρίκα, γιατί η πρώτη είχε πεθάνει. Η αδελφή Μαρίκα έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και δραστηριότητα για την Αίγινα. Ανέλαβε να διδάσκει το Κυριακό Σχολείο των παιδιών, όχι μονάχα αδελφών, αλλά και ορθοδόξων της περιοχής της, που οι γονείς τους συμπαθούσαν την Ευαγγελική Εκκλησία. Το 1953 εκκλησιάζονταν 12 κοινωνά μέλη και 12 παιδιά Κυριακού Σχολείου.

Τ. Πιτσιλός

 

Το εκκλησιαστικό κτίριο

   Κτίριο δεν είχαμε για Εκκλησία. Είχαν όμως αγοράσει ένα οικόπεδο το 1930 στο όνομα του Στ. Πιτσιλού.

   Θυμηθήκαμε το οικόπεδο και άρχισα να στέλνω πέτρες στο οικόπεδο. Μια Κυριακή πάει ο Δεληγιαννίδης με τον Βίζερ στην Αίγινα να δουν τα αρχαία. Ακολούθως μίλησε στους αδελφούς στην Εκκλησία. Η Μαρίκα Κ. ειδοποίησε πολλούς αδελφούς να πάνε ν’ ακούσουν τον Βίζερ. Θα μαζεύτηκαν κάπου πενήντα άτομα.

Αίγινα, λατρεία σε σπίτι. Μ. Τρομπέτα, Κ. Κουνάδης, Φ. Καμπανάου.

Μου λέει ο Βίζερ: «Αν είχες κανένα οικοπεδάκι να χτίζαμε μια Εκκλησία να χωρέσετε». Και του απαντάω: «Οικόπεδο υπάρχει αλλά μετά δεν έχω ούτε δραχμή». «Πάμε να δούμε το οικόπεδο» μου λέει ο Βίζερ. Το φωτογραφίζει και το στέλνει στην Ελβετία. Γίνεται εκεί έρανος και μάζεψαν 30.000 δραχμές. Τα στέλνουν στην Ελλάδα και έγιναν σε λίγες μέρες 60.000 επί Μαρκεζίνη. Το οικόπεδο όμως ήταν ελλιπές, χρειάζονταν ακόμη 15 μέτρα. Τελικά όμως, βρέθηκε κάποιος οικοδόμος και ανέλαβε να πάρει την άδεια για να το κτίσει νόμιμα. Τη μελέτη την έκανε ο Βασίλης Μαρκάκης. Όταν μετ’ όλίγας ημέρας άρχισε το κτίσιμο οι παπάδες ειδοποίησαν την αστυνομία η οποία πήγε να τους σταματήσει. Ειδοποιώ τον Διοικητή, ο οποίος όπως φαίνεται είχε φόβο Θεού, και αφού εξέτασε και είδε ότι είχαν άδεια κ.λ.π. είπε στον αστυνόμο: «Άμα έρθουν οι παπάδες διώξε τους γιατί οι άνθρωποι έχουν άδεια»!

Τέλειωσε το κτίσιμο, σαν αίθουσα Εκκλησίας, όχι σπίτι όπως είχε νομισθεί. Πάλι η χωροφυλακή. Γιατί δεν χωρίζουν δωμάτια… φωνές, αντάρες. Τελικά υποχώρησε και η χωροφυλακή.

Ήρθε η ώρα των εγκαινίων και ήρθαν από την Αθήνα αρκετοί αδελφοί. Μαζί τους και ο Λάνδρου, ο οποίος και μίλησε τότε.

Η Εκκλησία αυτή γράφτηκε στη Σύνοδο και όχι στο όνομά μου. Μια μέρα επιχείρησαν να τους την κάψουν αλλά πρόλαβα και έσβησα τη φωτιά. Μετά από καιρό έρχεται από την Ύδρα ο Δεσπότης, και τι να δει. Η ταμπέλα της Εκκλησίας έγραφε «Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αίγινας». Καλεί τον Διοικητή της χωροφυλακής, συνάζει τους παπάδες. Απειλές. Άστραψε και βρόντηξε! Ο Διοικητής με καλεί και μου λέει: «Επειδή σε σέβομαι δεν σε στέλνω στη φυλακή. Αλλά θα βγάλεις την ταμπέλα. Όμως νύχτα, να μη σε δει κανένας και άλλη μέρα θα γράψεις Των οπαδών κ.λ.π. Θα γράψεις δηλαδή, αυτό που λέει η άδεια». Έτσι κι έγινε. Αλλά είχαμε τότε τον Αρχιμανδρίτη τον Κανάκη με το μέρος μας και μια μέρα είπε (στους παπάδες): «Εκεί πάνε οι αναγεννημένοι. Εμείς είμαστε παπαδάκια… και άλλα πολλά».

Μ. Καμπανάος

 

    Και η ιστορία του κτισίματος της Εκκλησίας αυτής, πιστεύω, είναι ενδιαφέρουσα. Εφ’ όσον υπήρχε το οικόπεδο, όπως ανέφερα πιο πάνω, πριν από τον πόλεμο, κατά το 1953, ο ποιμένας της Εκκλησίας του Πειραιά, αιδ. Σταύρος Δεληγιαννίδης, που είχε τη φήμη του οικοδόμου διαφόρων Ευαγγελικών Εκκλησιών, όπως λ.χ. των Ιωαννίνων και άλλων, προσπάθησε να βρει τα κεφάλαια για να κτιστεί ο ευκτήριος οίκος της Εκκλησίας της Αίγινας. Έτσι, ήλθε σε επαφή με δύο αντιπροσώπους μιας Ελβετικής θρη-σκευτικής οργάνωσης που είχε το Πρεβαντόριο στο Καστρί και το γηροκομείο στην Κοκκινιά, τους Βίζερ και Ολάντερ, και ζήτησε τη βοήθειά τους. Οι άνθρωποι εκείνοι του Θεού ευχαρίστως ανταποκρίθηκαν στην έκκληση για οικονομική βοήθεια του αιδ. Σ. Δεληγιαννίδη προκειμένου να κτιστεί το κτίριο αυτό.

    Όταν είχε τελειώσει το κτίριο αυτό και είχαν αρχίσει οι συναθροίσεις με την επίσημη επιγραφή «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΙΓΙΝΗΣ» πολλοί ενοχλήθηκαν και μια φορά αποπειράθηκαν να την κάψουν. Φυσικά δεν τα κατάφεραν. Μόνο μερικές ζημιές έκαναν.

Αιδ Κ. Κουνάδης

 

    Ο αείμνηστος Ξενοφών Μόσχου είχε προτείνει στους αδελφούς παλαιότερα, να αγοράσουν ένα οικόπεδο για να κτιστεί αργότερα Εκκλησία. Πρόσφερε μάλιστα και το πρώτο ποσό των 500 δρχ. Κατόπιν οι αδελφοί ενδιαφέρθηκαν και αγόρασαν οικόπεδο 1.083 πήχεων ή 610 τ.μ. σε καλή τοποθεσία, περίπου 500 μέτρα έξω από την πόλη της Αίγινας. Τα έξοδα αγοράς τα πρόσφεραν όλοι οι αδελφοί με την μεγαλύτερη προσφορά από τον αδ. Στέλιο Πιτσιλό. Με την αύξηση κοινωνών μελών και ακροατών, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, που προέρχονταν από άλλες Ευαγγελικές Εκκλησίες, κατέστη επιτακτική η ανάγκη ανέγερσης Εκκλησίας στο οικόπεδο αυτό.

    Οι αδελφοί άρχισαν να ενδιαφέρονται γι’ αυτό και άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα μεταξύ τους και να ζητούν οικονομική βοήθεια από άλλες Εκκλησίες οι οποίες ανταποκρίθηκαν μέσω της Τοπικής Συνόδου. Κατόπιν, έβγαλαν άδεια το 1953 για να αρχίσουν την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας με έκταση 72 τ.μ. (12Χ6). Κατά τη διάρκεια των εργασιών ο ποιμένας Σταύρος Δεληγιαννίδης συμπαραστάθηκε θερμά σε κάθε ανάγκη και συνεργάστηκε με τους αδελφούς Μανώλη Καμπανάο, Γεώργιο Καλαμάκη και Βαγγέλη Κουνάδη. Με την βοήθεια του Θεού τελείωσε η οικοδομή με πολλές θυσίες και κόπους των ντόπιων αδελφών.

Με τον όμιλο της Α’ ΕΕΕ.

    Επειδή απαγορευόταν να λειτουργήσει σαν Εκκλησία το κτίριο και δεν θα εκδιδόταν η άδεια, αναγκάστηκαν οι αδελφοί να γράψουν στην αίτησή τους ότι πρόκειται για σπίτι δύο δωματίων, διαδρόμου, κουζίνας και W.C.

    Με την ολοκλήρωση του κτιρίου έπρεπε να εκδοθεί και η άδεια από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, μέσω της Τοπικής Συνόδου για να λει-τουργήσει και σαν Εκκλησία κανονικά. Παρουσιάστηκε στην αρχή εμπόδιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας  αρνήθηκε και μετά ενέκρινε την άδεια λειτουργίας, ώστε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά, να εγκρίνει στη συνέχεια και αυτό την λειτουργία, από 12 Ιουλίου 1955.

    Η Εκκλησία άρχισε να λειτουργεί κανονικά Κυριακές και Τετάρτες, από την 1η Αυγούσου 1955, με πρώτο ιεροκήρυκα τον ποιμένα Σταύρο Δεληγιαννίδη. Τα εγκαίνια αφιέρωσης της Εκκλησίας στον Κύριο για να λατρεύεται και να δοξάζεται εκείνος, έγιναν την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1955 στις 5.00 μ.μ. Σαν επίσημοι παριστάμενοι παραβρέθηκαν οι ποιμένες, Σταύρος Δεληγιαννίδης και Νικόλαος Λάνδρου ως εκπρόσωποι της Τοπικής Συνόδου, ο ιεραπόστολος Νίκος Συμπόνης, ο ελβετός Διευθυντής ευαγούς ιδρύματος, μερικοί πρεσβύτεροι διαφόρων εκκλησιών και αδελφοί επίσης, με την συμμετοχή μικρής χορωδίας νέων.

    Η διεύθυνση Χωροφυλακής προσπάθησε να φέρει κάποια εμπόδια και πάλι, προκειμένου να μη γίνουν τα εγκαίνια της Εκκλησίας, προφασιζόμενοι ότι χρειαζόταν άδεια για την ταμπέλα της ονομασίας της Εκκλησίας, αλλά τελικά πείσθηκαν και δεν ενόχλησαν άλλο την Εκκλησία. Η παρουσία του Θεού ήταν αισθητή και ζωντανή.

    Την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκε το σημαντικό ποσό των 1.500 δραχμών. Ο αδελφός Βίζερ επίσης έφερε άλλη σημαντική οικονομική βοήθεια εκ μέρους Ελβετών αδελφών, κατόπιν σύστασής του, με τα οποία καλύφθηκαν ορισμένα χρέη και δάνεια. Ο διάβολος που δεν μένει ποτέ ήσυχος και θέλει να καταπολεμάει το έργο του Θεού, την νύκτα της 8ης Οκτωβρίου 1956 έστειλε κάποιο όργανό του για να κάψει την Εκκλησία. Ανέβηκε με μια σκάλα στο παράθυρο, έσπασε το τζάμι, έχυσε βενζίνη και την άναψε με σπίρτο. Ο Θεός προνόησε και διαφύλαξε τον άγιο οίκο του και δεν καταστράφηκε γιατί μερικοί γείτονες αντιλήφθηκαν την πυρκαγιά και ειδοποίησαν έγκαιρα τους αδελφούς και πρόλαβαν το κακό.

Η αίθουσα της εκκλησίας.

    Δύο ημέρες μετά την δολιοφθορά, έφθασαν οι ποιμένες Σταύρος Δεληγιαννίδης και Γεώργιος Χατζηαντωνίου για να δουν την ζημιά και να κάνουν μήνυση κατ’ αγνώστου στην Εισαγγελία Πειραιά. Το Ειρηνοδικείο Αίγινας προέβη σε ανακρίσεις και το πόρισμά του το υπέβαλε στην Εισαγγελία Πειραιά. Επειδή δεν ήταν επαρκής η ανάκριση του Ειρηνοδικείου Αίγινας, την ανάκριση ανέλαβε να συνεχίσει η Εισαγγελία Πειραιώς. Τίποτε το διαφωτιστικό δεν προέκυψε από τις ανακρίσεις. Αργότερα, κάποια γυναίκα που για ευνόητους λόγους ήθελε να διατηρηθεί η ανωνυμία της, ανέφερε στους αδελφούς ποιος ήταν ο δράστης του εμπρησμού –κάποιος Μιχάλης Λαδάς.

    Ο Θεός γνωρίζει αν έκανε τον εμπρησμό μόνος του ή τον παρακίνησαν άλλοι. Δοξάζουμε και ευγνωμονούμε τον Θεό που την διαφύλαξε τότε και την διαφυλάττει μέχρι σήμερα από κάθε κακό.

    Επειδή δεν βρέθηκαν επίσημα βιβλία πρακτικών και ταμείου της Εκκλησίας πριν από το 1954, δεν γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες για να τις περιγράψουμε, όχι για τους αδελφούς, αλλά για την δόξα του Κυρίου.

    Σημαντικές δωρεές επίπλων έκαναν οι αδελφοί στην Εκκλησία. Ο άμβωνας κατασκευάστηκε και δωρήθηκε από τον αδ. Γεώργιο Καμπανάο. Το βάθρο του άμβωνα αγοράσθηκε και δωρήθηκε από τον αδ. Γεώργιο Καλαμάκη. Ημιμεταχειρισμένο αρμόνιο δωρήθηκε από την Ευαγγελική Εκκλησία Πειραιώς, το οποίο εξυπηρέτησε μερικά χρόνια και το 1977 αντικαταστάθηκε από άλλο καινούργιο, το οποίο παραχωρήθηκε επίσης από την Ευαγγελική Εκκλησία Πειραιά.

    Διάφοροι ομιλητές κάλυπταν τις ανάγκες του άμβωνα τις Κυριακές από διάφορες Ευαγγελικές Εκκλησίες Αθηνών και Πειραιά, από το Βιβλικό Ίδρυμα Καστριού, αλλά και ο αδ. Νικόλαος Συμπόνης και οι νέοι που επισκέπτονταν την Αίγινα και παρουσίαζαν το ιδιαίτερο πρόγραμμά τους.

    Από το 1954 την διακονία του  άμβωνος ανέλαβε ο αδ. Κώστας Τσαμούρης, ο οποίος μετεγράφη από την Ευαγγελική Εκκλησία Πειραιά στην Εκκλησία Αίγινας και εγκαταστάθηκε μόνιμα λόγω συνταξιοδότησής του. Εκτελούσε επίσης και χρέη Γραμματέα, εργασθείς με συνέπεια και επιμέλεια αποδοτική στο έργο του Κυρίου, μέχρι που τον εκάλεσε ο Κύριος το 1970. Μετά, ο αδ. Γεώργιος Καμπανάος διακονούσε τακτικά τον άμβωνα με την συμμετοχή και άλλων ποιμένων και Πρεσβυτέρων από άλλες Εκκλησίες.

    Το ζεύγος Βουγιουκλή προστέθηκε επίσης στην Εκκλησία εκ μεταγραφής, οι οποίοι εβοήθησαν αρκετά την Εκκλησία στο έργο της. Ο Κύριος παρέλαβε στην παρουσία του και άλλους αδελφούς και αδελφές (οκτώ άτομα) και μειώθηκε αρκετά ο αριθμός των μελών. Ενώ στην αρχή της κίνησής της η Εκκλησία παρουσίασε ικανοποιητική αύξηση μέχρι το 1970, μετά παρουσίαζε μείωση.

    Ο αδελφός Μανώλης Καμπανάος και η σύζυγός του Μαρίκα, εισήχθησαν λόγω γήρατος στο ίδρυμα ηλικιωμένων «ΛΩΙΣ» τον Μάρτιο του 1988.

Τ. Πιτσιλός

 

    Ο πατέρας μου Ευάγγελος Κουνάδης, ένας άγιος άνθρωπος του Θεού, κατά το 1920 εργαζόταν στο εργοστάσιο του Πίτσου στην Αθήνα, ως τεχνίτης εφαρμοστής. Κλήθηκε να υπηρετήσει στο ναυτικό ως ναύτης σε υποβρύχιο. Λόγω της εμπειρίας του στο εργοστάσιο του Πίτσου είχε εφεύρει έναν μηχανισμό για τις τορπίλες του υποβρυχίου. Εξαιτίας της εφεύρεσής του τιμήθηκε από την τότε κυβέρνηση με ειδικό παράσημο.

    Στο υποβρύχιο που υπηρετούσε, όπως μας διηγιόταν συχνά, υπήρχε ένας κύκλος μεταξύ των ναυτών που μελετούσαν την Αγία Γραφή. Εκεί, συνδέθηκε με κάποιο ναύτη που λεγόταν Μουτσόπουλος, ο οποίος για πολλά χρόνια αργότερα υπήρξε ενεργό μέλος της Εκκλησίας της Νικαίας. Η συμμελέτη αυτή στο υποβρύχιο άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Έτσι, προμηθεύτηκε μια Αγία Γραφή και άρχισε να την μελετά με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

    Αυτή την Αγία Γραφή αργότερα την βρήκα εγώ στη βιβλιοθήκη του κατασημαδεμένη και την πήρα σαν ένα ιερό οικογενειακό κειμήλιο. Αυτή η Αγία Γραφή έφερε κι εμένα κοντά στον Κύριό μας. Κι αφού ο Κύριος με έσωσε στις 7 Ιανουαρίου 1950 μου έδωσε την αποστολή να τον υπηρετώ μέχρι σήμερα και όσο καιρό μου επιτρέπει να βρίσκομαι στον κόσμο αυτό.

Εξωτερική όψη τηε εκκλησίας.

    Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και τη συμμελέτη που είχαν στο υποβρύχιο ο πατέρας μου αναγεννήθηκε. Καθώς μελετούσε την Αγία Γραφή διάφοροι άνθρωποι τον περιγελούσαν. Υπήρχαν μάλιστα μερικοί που του έλεγαν «είσαι καταραμένος που διαβάζεις αυτό το βιβλίο. Δεν επιτρέπεται να το διαβάζεις εσύ». Τότε ο πατέρας μου έγραψε μια επιστολή στο συνιδρυτή του θρησκευτικού σωματείου Η ΖΩΗ, αρχιμανδρίτη  Φαραζουλή και του ανέφερε τις κατηγορίες αυτές. Εκείνος του απάντησε ότι καταραμένος ήταν εκείνος που του είχε πει ένα τέτοιο πράγμα και τον ενεθάρρυνε να συνεχίσει να μελετά τον Λόγον του Θεού, πράγμα που ο πατέρας μου έκανε με μεγάλη επιμέλεια.

    Την εποχή εκείνη ο Κώστας Μεταλληνός, ο ιδρυτής της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας είχε κηρύγματα ευαγγελίου στην περιοχή των Πετραλώνων των Αθηνών. Ο πατέρας μου με μεγάλη δίψα για τον Λόγον του Θεού σύχναζε τακτικά στις συναθροίσεις του Μεταλληνού. Τόσο είχε συναρπαστεί από τα κηρύγματά του ώστε κάποτε του είπε: «Όλα αυτά, κ. Μεταλληνέ, που κηρύττεις δεν έρχεσαι και στην Αίγινα να τα μεταδώσεις στον λαό της, που βρίσκεται σε μεσαιωνικό σκοτάδι;» Κι εκείνος του απάντησε: «Δεν χρειάζεται να πάω εγώ. Πήγαινε εσύ».

    Έτσι, το 1925, αφού πέθανε ο παππούς, ο πατέρας μου άφησε το εργοστάσιο του Πίτσου και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα για να αναλάβει τα κτήματα του παππού μου. Συγχρόνως όμως άρχισε να ζει πρωτίστως το Ευαγγέλιο και να μεταδίδει με το δικό του τρόπο τις αλήθειες του Λόγου του Θεού στους διαφόρους συμπατριώτες του. Τον θυμάμαι να μαζεύει τους γείτονες και τους γνωστούς του στην αυλή του σπιτιού μας κι εκείνον άκουγα, μικρό παιδί τότε εγώ, να μιλά για το ευαγγέλιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στην πραγματικότητα ζούσε τον Λόγο του Θεού στην καθημερινή του ζωή. Έτσι ήταν γνωστός στη γειτονιά ως «ο άγιος Βαγγέλης». Κάθε πονεμένος, κάθε δυστυχισμένος και πεινασμένος, μάλιστα κατά τα σκοτεινά χρόνια της Γερμανικής κατοχής, εύρισκε καταφύγιο στο σπίτι του πατέρα μου.

    Κοντά στον πατέρα μου σιγά-σιγά προστέθηκαν και άλλοι πιστοί, όπως ήταν η μητέρα μου, η Μαρία, ο αδελφός της Γιώργος Καμπανάος, ο άλλος αδελφός της ο Μανώλης, δυο άλλες αδελφές της μητέρας μου, η Φιορή και η Δήμητρα, όπως και ο Στέλιος Πιτσιλός με την οικογένειά του. Αυτοί αρχικά αποτέλεσαν τον πυρήνα της Ε.Ε.Ε. της Αίγινας. Έτσι, πριν από τον πόλεμο του 1940 υπήρχε μια καλά οργανωμένη συνάθροιση, που αποτελούσε μια ομάδα της Εκκλησίας του Πειραιά. Εγώ τότε ήμουν μικρό παιδί. Θυμάμαι όμως ότι τακτικά υπήρχαν συναθροίσεις με υμνωδία και κήρυγμα του ευαγγελίου στο σαλόνι του σπιτιού μας. Στην κυριολεξία γέμιζε το δωμάτιο εκείνο από πιστούς ανθρώπους.

    Οι συναθροίσεις αυτές λάμβαναν χώρα πότε στο σπίτι του πατέρα μου και πότε στο σπίτι του θείου μου, του Γιώργου Καμπανάου. Διάφοροι δε ποιμένες των εκκλησιών των Αθηνών και του Πειραιά, όπως ήταν τότε ο Ξενοφών Μόσχου, ο Πολύκαρπος Λογγινίδης, ο Σταύρος Δεληγιαννίδης και άλλοι, επισκέπτονταν τακτικά το νησί. Ο Π. Λογγινίδης μάλιστα είχε βαπτίσει εμένα και δύο ή τρία από τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.

    Επειδή ο πατέρας μου και ο θείος μου ο Γιώργος Καμπανάος είχαν μεγάλες οικογένειες, κάποιος από τους δυο, δεν ξέρω ακριβώς, είχε πει στον αιδ. Ξ. Μόσχου: «Κοιτάξτε αδελφέ, πόσα παιδιά έχουμε. Τι μεγάλη Εκκλησία θα κάνουμε». Κι εκείνος τους έδωσε την απάντηση: «Η Εκκλησία δεν αυξάνει με τις γεννήσεις, αλλά με τις αναγεννήσεις».

    Έτσι συνεχίστηκε το έργο της Εκκλησίας μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Πριν όμως από τον πόλεμο οι αδελφοί βλέποντας την ανάγκη ν’ αποκτήσουν δικό τους οίκημα για τη λατρεία του Κυρίου με πολλές θυσίες αγόρασαν το οικόπεδο, όπου αργότερα, οικοδομήθηκε ο σημερινός ευκτήριος οίκος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας της Αίγινας. Θυμάμαι δε όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα έφθασαν στο νησί της Αίγινας από το ανατολικό μέρος. Για να πάνε στην πόλη, στο δυτικό μέρος, έπρεπε να περάσουν από τον κεντρικό δρόμο, όπου υπήρχε το οικόπεδο αυτό. Την ημέρα που οι Γερμανοί στρατιώτες έμπαιναν στην πόλη της Αίγινας, ο πατέρας μου καλλιεργούσε το κτήμα εκείνο, ενώ εγώ παιδί δέκα ετών ήμουν μαζί του.

Ομάδα της εκκλησίας Αίγινας, 1930

    Από την αρχή του έργου της Εκκλησίας της Αίγινας είχαν αρχίσει και οι διωγμοί ποικίλης μορφής. Πότε οι Αιγινήτες χλεύαζαν τους λίγους πιστούς και πότε οι αρχές τους τραβούσαν στα δικαστήρια. Μάλιστα, πριν από τον πόλεμο είχαν φέρει στο δικαστήριο τον πατέρα μου και άλλους αδελφούς με την κατηγορία του προσηλυτισμού βάσει του αντισυνταγματικού νόμου του Μεταξά. Επειδή ένα μικρό παιδί είχε πάει στη συνάθροιση των πιστών οι αδελφοί θεώρησαν ευγενικό να δώσουν σ’ αυτό μια καραμέλα. Όταν η μητέρα του το πληροφορήθηκε έτρεξε στην αστυνομία κατήγγειλε το γεγονός αυτό και η αστυνομία οδήγησε στο δικαστήριο τον πατέρα μου και τους άλλους αδελφούς. Το δικαστήριο τους κήρυξε ενόχους και τους επέβαλε ενός μηνός φυλάκιση. Παρ’ όλα αυτά οι πιστοί δεν κάμφθηκαν. Συνέχισαν την μαρτυρία τους κατά ποικίλους τρόπους.

    Κάποτε, ο παπάς του χωριού της Κυψέλης, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί τον πατέρα μου, τον επισκέφθηκε όταν είχε σηκώσει τη σημαία του Ευαγγελίου και προσπαθώντας να τον νουθετήσει του είπε: «Τι είναι αυτό που ακούω; Εγκατέλειψες την πίστη σου;»  Και ο πατέρας μου του απάντησε με παρρησία: «Με ρωτάς παπά μου, αν είχα ποτέ πίστη; Δόξα τω Θεώ τώρα τη βρήκα μελετώντας αυτό το ιερό βιβλίο, τον Λόγο του Θεού».

    Δυστυχώς, κατά τη γερμανική κατοχή η ομάδα αυτή των πιστών διαλύθηκε μια και οι δυο πιο σημαντικές οικογένειες του Γιώργου Καμπανάου και του Στέλιου Πιτσιλού μετακόμισαν στην πρωτεύουσα για λόγους εργασίας. Τότε οι μετακινήσεις από τον Πειραιά στην Αίγινα λόγω της κατοχής ήταν πολύ δύσκολες. Δεν μπορούσαν έτσι διάφοροι ποιμένες να επισκεφθούν το νησί.

    Παρ’ όλα αυτά ο πατέρας μου και η μητέρα μου κράτησαν ψηλά τη σημαία του Ευαγγελίου. Έτσι, κατά τη διάρκεια του πολέμου άλλοι αδελφοί προστέθηκαν στη μικρή ομάδα των πιστών. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρόεδρος του χωριού Γιώργος Καλαμάκης και ο αγροφύλακας Βασίλης Γιαννούλης που ήταν αδελφός του παπά. Ήταν, λοιπόν, επόμενο να ξεσπάσει διωγμός και τότε, έστω και ανεπίσημα. Ο δάσκαλος του χωριού, ο Ιωάννης Ηλιόπουλος κάθε Κυριακή έκανε τάχα κήρυγμα στην Εκκλησία στο οποίο κατηγορούσε ονομαστικώς τους λίγους πιστούς με αποτέλεσμα να διεγείρει τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία των συγχωριανών μας εις βάρος των πιστών.

     Μετά την κατοχή, όταν άνοιξαν πάλι οι γραμμές των πλοίων, επισκέφθηκαν το νησί της Αίγινας διάφοροι ποιμένες των εκκλησιών του κέντρου, όπως ήταν κατά το 1947 ο αιδ. Γ. Χατζηαντωνίου, ο αιδ. Σταύρος Δεληγιαννίδης και ο αιδ. Μ. Κυριακάκης. Οι ποιμένες αυτοί ενθάρρυναν τους λίγους πιστούς να μένουν σταθεροί στην πίστη τους. Κατά το 1949 ο ποιμένας της Εκκλησίας του Πειραιά αιδ. Σταύρος Δεληγιαννίδης άρχισε να έρχεται τακτικά στην Αίγινα και προσπάθησε να συγκεντρώσει ξανά τους εναπομείναντες πιστούς. Έτσι, με επίσημη άδεια του υπουργείου Θρησκευμάτων άρχισε τακτικές συναθροίσεις στο σπίτι του άλλου θείου μου, του Μανώλη Καμπανάου.

    Επειδή εγώ διψούσα ως μαθητής του οκταταξίου γυμνασίου, που είχαμε την εποχή εκείνη, για τον Λόγο του Θεού, πήγαινα τακτικά στις συναθροίσεις αυτές, που γινόντουσαν άλλωστε και κοντά στο σπίτι του πατέρα μου. Έτσι, την εποχή εκείνη το Πνεύμα του Θεού εργάστηκε και στη δική μου καρδιά και στις 7 Ιανουαρίου του 1950 δέχθηκα τον Χριστό με πίστη στην καρδιά μου σαν τον μοναδικό προσωπικό μου Σωτήρα. Κι Αυτός αληθινά με αναγέννησε και με έκανε ένα νέο κτίσμα εν Χριστώ. Όλα τότε άλλαξαν τριγύρω μου. Ήθελα πάντοτε να δίνω την μαρτυρία μου για τον Χριστό όπου κι αν ήμουν. Αυτό όμως έγινε αφορμή να ξεσπάσει άλλος διωγμός τόσο από τον προαναφερθέντα δάσκαλο, όσο και από την αστυνομία.

    Θυμάμαι μια φορά είχαμε τη συνάθροισή μας στο σπίτι του θείου μου, του Μανώλη Καμπανάου. Την Κυριακή εκείνη μας είχε επισκεφθεί ως ομιλητής ο αδελφός Θανάσης Ηλία. Την ώρα όμως της συνάθροισης μας περικύκλωσε μια διμοιρία της χωροφυλακής με τα όπλα τους, λες και πήγαν να συλλάβουν ληστές ή κακοποιούς. Ο επικεφαλής μας διέταξε να πάμε στο αστυνομικό τμήμα γιατί μας ζητούσε ο αστυνόμος. Ο αδελφός όμως Θ. Ηλία με παρρησία του είπε: «Τώρα έχουμε τη λατρεία μας. Δεν μπορούμε να έλθουμε. Αν θέλετε, μείνετε κι εσείς και κατόπιν βλέπουμε». Πράγματι, το σώμα αυτό των αστυνομικών έμειναν και άκουσαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

  Μετά από τη συνάθροιση οι αστυνομικοί μας υποχρέωσαν να πάρουμε όλες τις Γραφές μας με τα διαφορετικά χρώματα στα εξώφυλλα και τα υμνολόγια και να πάμε στο τμήμα. Φυσικά, καθώς πηγαίναμε στο αστυνομικό τμήμα ψέλναμε όλοι μας στο δρόμο γιατί ξέραμε ότι είχαμε αυτή την περιπέτεια για χάρη του Κυρίου μας. Όταν φτάσαμε εκεί ο αστυνόμος μας υποδέχθηκε πολύ βάναυσα. Όταν όμως του παρουσιάσαμε την άδεια λειτουργίας της Εκκλησίας μας έμεινε άναυδος. Στο τέλος μας άφησε ελεύθερους να φύγουμε λέγοντας ότι από το κεφάλι μας τα πάθαμε όλα αυτά. Το επεισόδιο αυτό έφθασε αμέσως στα αυτιά του γυμνασιάρχη μας του κ, Δημητρίου Θάνου, ο οποίος με αγαπούσε και με εκτιμούσε πάρα πολύ. Όταν γράφαμε τις εκθέσεις μας πολλές φορές ανέφερα διάφορα εδάφια από την Καινή Διαθήκη που τον ενθουσίαζαν και ήθελε πάντοτε να διαβάζει την έκθεσή μου στην τάξη.

    Την ημέρα της προσαγωγής μας στο αστυνομικό τμήμα μαζί με τον αδ. Θανάση Ηλία ήταν και μια αδελφή από την Α΄ Ευαγγελική Εκκλησία των Αθηνών, η κ. Μαρία Ασλανίδου. Αυτή σχετιζόταν μ’ ένα πιστό αδελφό στην Αμερική, τον Λουκά που ήταν στενός συγγενής του γυμνασιάρχη μας. Μέσω λοιπόν της αδελφής αυτής του έστειλε τα χαιρετίσματά του που του τα μετέφερα εγώ. Τότε με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε μαζί στην αυλή του σχολείου μας. Για αρκετή ώρα μιλούσαμε. Μεταξύ των άλλων μου είπε: «Κώστα, σε συγχαίρω για τις αρχές σου και πεποιθήσεις σου. Κι εγώ τις ασπάζομαι. Πρέπει να σου πω ότι όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών φοιτούσα τακτικά με αυτόν τον θείο μου στην Α΄ Ευαγγελική Εκκλησία. Έτσι, ξέρω καλά τους Ευαγγελικούς χριστιανούς και τους παραδέχομαι. Επειδή όμως υπάρχουν πολλοί κακόβουλοι άνθρωποι που θέλουν το κακό σου και προσπαθούν να καταστρέψουν το μέλλον σου, σε παρακαλώ κράτα το πιστεύω σου μέσα σου και μη το εξωτερικεύεις». Εγώ όμως του είπα: «Αυτό δεν μπορώ να το κάνω». Αργότερα, όταν εγώ είχα φύγει από την Αίγινα πληροφορήθηκα ότι και η σύζυγος του γυμνασιάρχη μας  πήγαινε τακτικά στη συνάθροιση που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί από το σπίτι του θείου μου, του Μανώλη Καμπανάου, στο κτίριο της Εκκλησίας που είχε κτιστεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα.

Στην ιστορία της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας της Αίγινας θα πρέπει να συμπεριλάβω κι ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, το εξής:

Το 1950 είχε επισκεφθεί την Ελλάδα ένας Αμερικανός ιεραπόστολος, ο Μακ Ντόναλτ. Ο άνθρωπος αυτός του Θεού είχε επισκεφθεί αρκετές εκκλησίες της Ε.Ε.Ε. Μια φορά, με τον αιδ. Σταύρο Δεληγιαννίδη, ποιμένα της Εκκλησίας του Πειραιά, επισκέφθηκε την Αίγινα. Αφού είχαν τη συνάθροιση στο σπίτι του θείου μου, Μανώλη Καμπανάου, ήθελαν να επισκεφθούν και τις φυλακές, πράγμα που έγινε. Αφού πήραν τη σχετική άδεια με τη στενή συνεργασία του αρχιμανδρίτη της Μητρόπολης Αίγινας, συγκέντρωσαν τους κρατουμένους και ο ιεραπόστολος Μακ Ντόναλντ έφερε το μήνυμα του ευαγγελίου με μεταφραστή τον αιδ. Σταύρο Δεληγιαννίδη. Τόσο οι φυλακισμένοι όσο και ο ίδιος ο αρχιμανδρίτης ενθουσιάστηκαν τόσο που ήθελαν να τον ακούσουν ξανά.

   Ο Αρχιμανδρίτης μάλιστα ζήτησε να μιλήσει ο ιεραπόστολος αυτός και στη Μητρόπολη της Αίγινας. Έτσι, την επόμενη εβδομάδα μαζί και με τον αιδ. Γ. Χατζηαντωνίου ήρθαν ξανά στην Αίγινα. Το πρωί κήρυξαν στις φυλακές το Ευαγγέλιο, κατόπιν κήρυξαν στην Μητρόπολη, στη συνέχεια ήρθαν στο σπίτι του Μανώλη Καμπανάου και αφού κήρυξαν κι εκεί το Ευαγγέλιο είχαν ναυλώσει ένα βενζινόπλοιο για να πάνε στον Πειραιά μια και ο ιεραπόστολος είχε να κηρύξει τον Λόγο του Θεού και στην Εκκλησία του Πειραιά. Δόξα τω Θεό για όλα αυτά.

   Στα χρόνια που ακολούθησαν οι λίγοι πιστοί της Εκκλησίας της Αίγινας έδιναν ποικιλοτρόπως τη μαρτυρία τους επισκεπτόμενοι διάφορα φιλικά σπίτια ή μοιράζοντας φυλλάδια σε διάφορους άλλους ανθρώπους. Ο θείος μου μάλιστα, ο Μανώλης Καμπανάος, μια και ήταν γυρολόγος έμπορος και πήγαινε κάθε μέρα στη δουλειά σε διάφορα χωριά με το άλογο, έδινε παράλληλα τη μαρτυρία του ή μοίραζε στους πελάτες του φυλλάδια. Έτσι, είχε γίνει μια καλή σπορά του Λόγου του Θεού στον λαό της Αίγινας. Μακάρι ο Κύριος να ενεργήσει ώστε η σπορά αυτή να φέρει πολύ καρπό προς δόξα του ονόματός του.

  Δια μέσου των ετών η μικρή Εκκλησία της Αίγινας έχει ακόμη ανοικτή τη θύρα της και το έργο του Κυρίου συνεχίζεται. Μπορεί τον χειμώνα το ακροατήριο να είναι ελάχιστο. Το καλοκαίρι, όμως, η αίθουσα γεμίζει κυριολεκτικά με διάφορους αδελφούς που έχουν τα εξοχικά τους στην Αίγινα, ή με άλλους επισκέπτες, Έλληνες ή ξένους. Διάφοροι δε άλλοι αδελφοί, εργάτες του Ευαγγελίου, επισκέπτονται κάθε εβδομάδα την εκκλησία αυτή και διακονούν τον Λόγο του Θεού. Ευχής έργο είναι να υπάρξει κάποιο μόνιμο πρόσωπο εκεί για να συνεχίσει το έργο του Κυρίου σ’ ένα ήδη προετοιμασμένο έδαφος, ώστε να προστεθούν στην Εκκλησία της Αίγινας κι άλλες σωσμένες ψυχές προς δόξαν Θεού.

Αιδ. Κώστας Κουνάδης